Ἀκοντίῳ

Ἀκοντίῳ
Ἀκόντιον
neut dat sg
Ἀκόντιος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκοντίῳ — ἀκόντιον javelin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκοντίωι — Ἀκοντίῳ , Ἀκόντιον neut dat sg Ἀκοντίῳ , Ἀκόντιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίωι — ἀκοντίῳ , ἀκόντιον javelin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”